διεραμαντίτης

διεραμαντίτης
διεραμαντίτης, ο (Α) [διέραμα]
φορτωτής σταριών που χρησιμοποιούσε το διέραμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”